whirl+round
131περιεστραμμένως — indeclform (adverb) περϊεστραμμένως , περιστρέφω whirl round perf part mp masc acc pl (doric) …
132περιεστραμμένῳ — περϊεστραμμένῳ , περιστρέφω whirl round perf part mp masc/neut dat sg …
131περιεστραμμένως — indeclform (adverb) περϊεστραμμένως , περιστρέφω whirl round perf part mp masc acc pl (doric) …
132περιεστραμμένῳ — περϊεστραμμένῳ , περιστρέφω whirl round perf part mp masc/neut dat sg …